μετόπη

μετόπη
Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής που σημαίνει την έγγλυφη (σκαλισμένη προς το εσωτερικό μιας επιφάνειας) πλάκα, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ του επιστηλίου και του γείσου των οικοδομημάτων δωρικού ρυθμού. Ο όρος μ. παράγεται από τις λέξεις μετά και οπή, πρόκειται δηλαδή για, το μεταξύ των οπών, διάστημα, που αφήνουν οι δοκοί για συγκάλυψη. Η μ. είναι λεπτή πλάκα, παραλληλεπίπεδου σχήματος, τοποθετημένη στο μεταξύ των τριγλύφων διάστημα. Το τρίγλυφο και η μ. συνιστούν γνωρίσματα δωρικού ρυθμού και έχουν αποκλειστικά διακοσμητικό χαρακτήρα. Παλαιότερα, η μ. δεν ήταν έγγλυφη πλάκα, αλλά απλή, βαμμένη κόκκινη, σε αντίθεση με το τρίγλυφο, το οποίο ήταν γαλάζιο. Έγγλυφες ή όχι, οι μ. κοσμούνται με παραστάσεις. Στον Παρθενώνα βρίσκονται 92 μ., οι οποίες εικονίζουν τη μάχη των θεών εναντίον των γιγάντων, τη μάχη των Κενταύρων και των Λαπιθών και, με αλληγορικό τρόπο, τις νίκες των Ελλήνων κατά των βαρβάρων.
* * *
η (Α μετόπη)
(στην αρχιτεκτονική) σύνολο από πλάκες οι οποίες αρχικά ήταν πήλινες με γραπτή διακόσμηση, αργότερα όμως λίθινες με ανάγλυφη, και οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να καλύπτουν το κενό διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ τών τριγλύφων, μαζί με τα οποία συναποτελούσαν το διάζωμα τών δωρικών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μετ(α)-* + ὀπή «τρύπα, άνοιγμα», σύμφωνα με την άποψη ότι οι μετόπες ήταν επιφάνειες ανάμεσα στις οπές τών τριγλύφων. Ωστόσο, η θέση και η λειτουργικότητα τών μετοπών διαφέρει κατά εποχές και παραμένει σημείο αμφιλεγόμενο για τους αρχαιολόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετόπη — η (αρχιτ.), τμήμα του αρχαίου δωρικού ναού, τετράγωνη πλάκα που παρεμβαλλόταν στα τρίγλυφα με τα οποία συναποτελούσαν το διάζωμα του ναού, η ζώνη πάνω από τα κιονόκρανα: Στη μετόπη του ναού υπήρχε ανάγλυφο με σκηνές από κυνήγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • μεθόπιον — μεθόπιον, τὸ (Α) η μετόπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόπη* αντί μετόπιον, με δασύ σύμφωνο ως προϊόν αναλογίας (πρβλ. ἐπόπτης και ἐφόπτης)] …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Metope (architecture) — Metope from the Parthenon marbles depicting part of the battle between the Centaurs and the Lapiths. In classical architecture, a metope (μετόπη) is a rectangular architectural element that fills the space between two triglyphs in a Doric frieze …   Wikipedia

  • Metopa — Metopas del Partenón. Metopas en el orden dórico …   Wikipedia Español

  • МЕТОПА —    • Metopa,          μετόπη, см. Columna, Колонна …   Реальный словарь классических древностей

  • Метопа — Дорическая метопа Метопа Парфенона: битва …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”